ομαιμοσύνη

ομαιμοσύνη
η (Α ὁμαιμοσύνη) [όμαιμος]
η ιδιότητα τού ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμαιμοσύνης — ὁμαιμοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαιμότης — ὁμαιμότης, ἡ (Α) [όμαιμος] (ποιητ. τ.) η ομαιμοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”